- ουρηθραίος
- -α, -οανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρήθρα, ουρηθρικός (α. «ουρηθραία ακρολοφία» β. «ουρηθραίοι αδένες»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urethral (< ουρήθρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο περιοδικό Γαληνός].
Dictionary of Greek. 2013.